ρινόμακτρο(ν)

ρινόμακτρο(ν)
το носовой платок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ρινόμακτρο(ν)" в других словарях:

  • ρινόμακτρο — το, Ν παλαιά λόγια ονομασία τού μαντιλιού για τον καθαρισμό τής μύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + μάκτρο (< μάσσω «σκουπίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»